- εξωφρενισμός
- οεξωφρενική κατάσταση ή ενέργεια, παραφροσύνη, παλαβομάρα, τρέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξωφρενισμός — ο 1. εξωφρενικότητα 2. στον πληθ. εξωφρενικές ενέργειες … Dictionary of Greek
εξωφρενικότητα — η η ιδιότητα του εξωφρενικού (βλ. λ.), ο εξωφρενισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)